πιγούνι
Προφορά
Ετυμολογία
πιγούνι μεσαιωνική ελληνική πιγούνιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πιγούνι
✦ το κάτω σαγόνι: έπιασα το πιγούνι της με τα δυο μου δάχτυλα κι ανασήκωσα το κεφάλι της (Διδώ Σωτηρίου) – οι γιακάδες ήταν σηκωμένοι ως τ’ αφτιά, τα πιγούνια κι οι μύτες χωμένα μέσα τους (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–