πιάτσα
Προφορά
Ετυμολογία
πιάτσα └ιταλ┘piazza
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πιάτσα
✦ πλατεία
✦ αγορά, παζάρι
✦ (ειδ.) η χρηματιστηριακή αγορά: φρ. άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος του εμπορίου, των συναλλαγών
✦ χώρος όπου σταθμεύουν αυτοκίνητα μεταφορών ή ταξί
✦ φρ. βγάζω στην πιάτσα, εκθέτω για πώληση – βγαίνω στην πιάτσα, (για γυναίκες) πορνεύομαι, κάνω πεζοδρόμιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–