πιάσιμο


πιάσιμο
Προφορά

Ετυμολογία
πιάσιμο πιάνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πιάσιμο

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του πιάνω, λήψη, σύλληψη, άδραγμα
✦ λαβή
✦ αφή
✦ άγγιγμα
✦ ριζοβόλημα
✦ παράλυση ή αγκύλωση, ακινησία μέλους του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.