πηχτώνω


πηχτώνω
Προφορά

Ετυμολογία
πηχτώνω πηχτός

Ερμηνεία
ρήμα πηχτώνω

✦ κάνω κάτι πηχτό
✦ (αμτβ.) γίνομαι πηχτός, παχύρρευστος: δεν πήχτωσε όσο έπρεπε η σούπα
(μτφ. ) γίνομαι πυκνός, βαθύς: όταν πια πηχτώσει το σκοτάδι (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.