πηνίο


πηνίο
Προφορά

Ετυμολογία
πηνίο αρχαία ελληνική πηνίον, υποκοριστικό του πήνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πηνίο

✦ μικρός κύλινδρος ή κώνος γύρω από τον οποίο περιτυλίγεται νήμα για ύφανση ή ραφή, μασούρι, καρούλι, κουβαρίστρα
✦ (ηλεκτρ.) κοίλος κύλινδρος με περιτυλιγμένο το σύρμα των ηλεκτρομαγνητών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.