πηλός


πηλός
Προφορά

Ετυμολογία
πηλός αρχαία ελληνική πηλός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πηλός

✦ αργιλώδης γη που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική ή την κατασκευή γλυπτικών προτύπων
✦ η λάσπη που χρησιμοποιούν οι οικοδόμοι στο χτίσιμο
✦ η λάσπη που σχηματίζεται στο έδαφος από τις βροχές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.