πηδαλιουχούμενος


πηδαλιουχούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
πηδαλιουχούμενος μτχ. παθ. ενεστ. του πηδαλιουχώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ πηδαλιουχούμενος -η, -ο

✦ που κυβερνιέται με πηδάλιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.