πηδάλιο
Προφορά
Ετυμολογία
πηδάλιο αρχαία ελληνική πηδάλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πηδάλιο
✦ το όργανο με το οποίο δίνεται στο πλοίο η επιθυμητή διεύθυνση, τιμόνι
✦ το όργανο διευθύνσεως αυτοκινήτων, αεροπλάνων κτλ.
✦ (μτφ. ) διακυβέρνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–