πηγαινέλα


πηγαινέλα
Προφορά

Ετυμολογία
πηγαινέλα πηγαινοέρχομαι

Ερμηνεία
πηγαινέλα

✦ άκλ. ουσ. συχνή, επανειλημμένη μετάβαση και επάνοδος: το μονοπάτι γίνεται δρόμος από το πολύ το πηγαινέλα του κόσμου (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.