πηγαίνω


πηγαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
πηγαίνω μεσαιωνική ελληνική πηγαίνω και ὑπαγαίνω

Ερμηνεία
πηγαίνω

✦ κ. παγαίνω κ. πά(γ)ω ρ. (πήγα, πηγεμένος) πορεύομαι, μεταβαίνω κάπου
✦ συχνάζω, φοιτώ
✦ απέρχομαι, φεύγω
✦ παρέρχομαι, παύω να υπάρχω
✦ (για δρόμους) φέρνω, οδηγώ
✦ (για όργανα) λειτουργώ
(μτφ. ) βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση, εξελίσσομαι, καταλήγω
✦ (για χρήματα) ξοδεύομαι
✦ φρ. πάω για… επιδιώκω – πάω μπροστά, προοδεύω, προκόβω – πάει σε μάκρος, χρονίζει – πάω με κάποιον, συμβαδίζω, συναναστρέφομαι – πάω χαμένος, καταστράφηκα ή θα καταστραφώ – πού θα μου πάει, δε θα μου ξεφύγει, θα τον εκδικηθώ – τα πάω καλά, έχω καλές σχέσεις – τι πάει να πει, τι σημαίνει – (κάπως) πάει κι έρχεται, είναι ανεκτό, υποφερτό
✦ (απρόσ.) πάει, ταιριάζει ή (για χρόνο) πλησιάζει: δεν πάει να τον κακοκαρδίσεις – πάει μεσημέρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.