πετρελαιοφόρος
Προφορά
Ετυμολογία
πετρελαιοφόρος πετρέλαιον + φέρω
Ερμηνεία
πετρελαιοφόρος
✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για εδάφη) που περιέχει πετρέλαιο
✦ που μεταφέρει πετρέλαιο
✦ ουδ. πετρελαιοφόρο ως ουσ., πλοίο ειδικά κατασκευασμένο για τη μεταφορά πετρελαίου, ά. τάνκερ, δεξαμενόπλοιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–