πετρελαιοκίνητος


πετρελαιοκίνητος
Προφορά

Ετυμολογία
πετρελαιοκίνητος πετρέλαιον + κινώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ πετρελαιοκίνητος -η, -ο

✦ ο κινούμενος με πετρέλαιο: πετρελαιοκίνητη μηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.