πετρελαιαγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
πετρελαιαγωγός πετρέλαιο + αγωγός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πετρελαιαγωγός
✦ αγωγός μεγάλου μήκους, σωλήνωση για τη μεταφορά πετρελαίου ή πετρελαιοειδών σε ορισμένη απόσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–