πετραχήλι


πετραχήλι
Προφορά

Ετυμολογία
πετραχήλι όψιμο μεσαιωνική ελληνική πετραχήλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πετραχήλι

✦ στενό και μακρύ άμφιο που φορεί ο ιερέας στον τράχηλο όταν ιερουργεί, επιτραχήλιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.