πεταχτός
Προφορά
Ετυμολογία
πεταχτός πετώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πεταχτός -ή, -ό
✦ που ρίχνεται ή γίνεται με ρίξιμο
✦ ζωηρός, σβέλτος
✦ χαρούμενος, εύθυμος
✦ ουδ. το πεταχτό ως ουσ., το πρώτο χοντρό κονίαμα σε τοίχο, οροφή κτλ.
✦ φρ. στα πεταχτά, γρήγορα, βιαστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–