πεταρίζω


πεταρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πεταρίζω πετώ

Ερμηνεία
ρήμα πεταρίζω

✦ φτερουγίζω, πετώ με αστάθεια
(μτφ. ) τρέμω, σκιρτώ: τα φυλλοκάρδια του πεταρίσανε, το αίμα του τραγούδησε (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.