πεταλωτής


πεταλωτής
Προφορά

Ετυμολογία
πεταλωτής πεταλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πεταλωτής

✦ ο ειδικός στο πετάλωμα των υποζυγίων

Συνώνυμα
αλμπάνης, καλιγωτής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.