πεταλουδίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πεταλουδίζω πεταλούδα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πεταλουδίζω
✦ πετώ σαν πεταλούδα
✦ μοιάζω με πεταλούδα
✦ (μτφ. ) τρέμω, σκιρτώ, πεταρίζω: τα ματόφυλλά του πεταλούδιζαν από σιγανούς, αδιόρατους σπασμούς (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–