πεσκίρι
Προφορά
Ετυμολογία
πεσκίρι └τουρκ┘pekir
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πεσκίρι
✦ προσόψι, πετσέτα: καθώς βγαίνει ο δούλος, ο Καϊάφας σηκώνεται, ρίχνει ένα μεγάλο πεσκίρι γύρω του και πάει στο λουτρό (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–