πεσκέσι
Προφορά
Ετυμολογία
πεσκέσι όψιμο μεσαιωνική ελληνική πεσκέσιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πεσκέσι
✦ δώρο αποτελούμενο κυρίως από είδη φαγώσιμα: μας έφερε πεσκέσι μέλι και τυρί για να μας φχαριστήσει (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–