περφεξιονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
περφεξιονισμός └αγγλ┘perfectionism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο περφεξιονισμός
✦ επιδίωξη της τελειότητας, τελειοθηρία
✦ θεωρία, αίρεση στην Αγγλία, που πρεσβεύει ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί αναμάρτητη τελειότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–