περσίδα


περσίδα
Προφορά

Ετυμολογία
περσίδα από το └γαλλ┘ persienne (= παντζούρι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περσίδα

✦ καθεμιά από τις μεταλλικές ή πλαστικές λουρίδες, οι οποίες συναρθρώνονται καθέτως ή οριζοντίως, και σχηματίζουν παραπέτασμα που χρησιμοποιείται ως κουρτίνα για προφύλαξη από τον ήλιο
✦ κάθε παρόμοιο, αρθρωτό εξάρτημα μηχανήματος, συσκευής κτλ.: οι περσίδες του κλιματιστικού μηχανήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.