περιωπή


περιωπή
Προφορά

Ετυμολογία
περιωπή αρχαία ελληνική περιωπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περιωπή

(μτφ. ) εξέχουσα θέση: φρ. άνθρωπος περιωπής, μεγάλης αξίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.