περιχύνω


περιχύνω
Προφορά

Ετυμολογία
περιχύνω αρχαία ελληνική περιχέω

Ερμηνεία
περιχύνω

✦ κ. περεχύνω κ. περιχώ ρ. (περίχ-υσα, -ύθηκα, -υμένος) ρίχνω υγρό σε κάτι βρέχοντάς το σ’ όλη την επιφάνεια ή σ’ όλο το σώμα, ραντίζω, καταβρέχω
✦ διαποτίζω σ’ όλη του την επιφάνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.