περιφρούρηση
Προφορά
Ετυμολογία
περιφρούρηση περιφρουρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιφρούρηση
✦ τοποθέτηση φρουρών γύρω από κάποιον ή από κάτι
✦ προφύλαξη, προστασία: η περιφρούρηση της δημόσιας υγείας – της τάξεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–