περιφραστικός


περιφραστικός
Προφορά

Ετυμολογία
περιφραστικός μεσαιωνική ελληνική περιφραστικός

Ερμηνεία
περιφραστικός

✦ -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο διατυπωμένος με περίφραση
✦ (για πρόσ.) που έχει τη συνήθεια να μιλά με περιφράσεις
✦ περιφραστικοί τύποι του ρήματος, ο μέλλοντας, ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος που σχηματίζονται με τη βοήθεια του θα, του έχω ή του είμαι: θα γράψω – έχω κρυώσει – είμαι κρυωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
μονολεκτικός
Επιρρήματα
περιφραστικά (Κ περιφραστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.