περιφερειακός


περιφερειακός
Προφορά

Ετυμολογία
περιφερειακός περιφέρεια

Ερμηνεία
επίθετο┘ περιφερειακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την περιφέρεια, που ανήκει στην περιφέρεια: περιφερειακή ανάπτυξη
✦ αρσ. ως ουσ., δρόμος που δεν περνάει μέσα από μια περιοχή, αλλά την διατρέχει κυκλικά: για ν’ αποφύγω τον δακτύλιο, θα πάρω τον περιφερειακό

Συνώνυμα

Αντίθετα
κεντρικός
Επιρρήματα
περιφερειακά (Κ περιφερειακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.