περιτυλίγω
Προφορά
Ετυμολογία
περιτυλίγω μεταγενέστερη ελληνική περι-τυλίσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιτυλίγω
✦ τυλίγω κάτι (κλωστή, αλυσίδα, ταινία κτλ.) γύρω από κάτι άλλο
✦ καλύπτω κάτι απ’ όλες τις πλευρές (με χαρτί, ύφασμα κτλ.), περικαλύπτω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–