περιστολή
Προφορά
Ετυμολογία
περιστολή μεταγενέστερη ελληνική περιστολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιστολή
✦ η πράξη του περιστέλλω, περιορισμός, ελάττωση της έκτασης ή της ποσότητας: περιστολή των δημοσίων δαπανών – της φοροδιαφυγής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–