περισταλτικός
Προφορά
Ετυμολογία
περισταλτικός μεταγενέστερη ελληνική περισταλτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περισταλτικός -ή, -ό
✦ ο ικανός να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή την ένταση
Συνώνυμα
περιοριστικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
περισταλτικά (Κ περισταλτικώς)