περισσοτεχνία
Προφορά
Ετυμολογία
περισσοτεχνία αρχαία ελληνική περισσοτεχνία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περισσοτεχνία
✦ η υπερβολική ακρίβεια, επιτήδευση στην τέχνη: ποιητής με φλέβα και χωρίς πολλή περισσοτεχνία και χωρίς πολλές πνευματικές ανησυχίες (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–