περισπασμός


περισπασμός
Προφορά

Ετυμολογία
περισπασμός μεταγενέστερη ελληνική περισπασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο περισπασμός

✦ οτιδήποτε αποσπά την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του σε κάτι άλλο
✦ δυσκολία στην αντιμετώπιση των βιοτικών συνθηκών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.