περικόβω


περικόβω
Προφορά

Ετυμολογία
περικόβω αρχαία ελληνική περι-κόπτω

Ερμηνεία
περικόβω

✦ κ. περικόπτω ρ. (περιέκ-οψα, περικόπηκα, περικομμένος· Κ περικόπτω) κόβω ολόγυρα
✦ (συνεκδ.) ελαττώνω, περιορίζω: πρέπει να περικοπούν ορισμένες δαπάνες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.