περικαρπιακός


περικαρπιακός
Προφορά

Ετυμολογία
περικαρπιακός περικάρπιον

Ερμηνεία
περικαρπιακός

✦ κ. περικαρπικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρπιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.