περιβόλι
Προφορά
Ετυμολογία
περιβόλι μεσαιωνική ελληνική περιβόλιν
Ερμηνεία
περιβόλι
✦ περίφρακτος χώρος όπου καλλιεργούνται λαχανικά ή οπωροφόρα, κήπος: παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις… σκάψε το ακόμα πιο βαθιά (Κ. Παλαμάς)
✦ φρ. του ‘κανε την καρδιά περιβόλι, τον κατευχαρίστησε (συνήθως, με ειρωνική σημασία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–