περιβολή
Προφορά
Ετυμολογία
περιβολή αρχαία ελληνική περιβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιβολή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του περιβάλλω και περιβάλλομαι
✦ ένδυμα, στολή: επίσημη περιβολή
✦ φρ. εν αδαμιαία περιβολή, ολόγυμνος
✦ (εκκλ.) εγκατάσταση επισκόπου στο αξίωμά του με την παροχή σ’ αυτόν του δακτυλίου και της ποιμαντορικής ράβδου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–