περιβλέπω
Προφορά
Ετυμολογία
περιβλέπω αρχαία ελληνική περι-βλέπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιβλέπω
✦ βλέπω γύρω μου, αναζητώ κάτι με τα μάτια
✦ βλέπω με θαυμασμό
✦ (παθ.) περιβλέπομαι, βλέπομαι από όλους, βλέπομαι με θαυμασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–