περιβάλλω


περιβάλλω
Προφορά

Ετυμολογία
περιβάλλω αρχαία ελληνική περι-βάλλω

Ερμηνεία
ρήμα περιβάλλω

✦ τοποθετώ γύρω γύρω
✦ είμαι γύρω γύρω
✦ ντύνω
✦ περιτυλίγω, ζώνω
✦ αγκαλιάζω
(μτφ. ) δίνω, παρέχω σε κάποιον: οι συνάδελφοί του τον περιβάλλουν με την αγάπη τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.