περιβάλλον
Προφορά
Ετυμολογία
περιβάλλον └ουδ┘ μτχ. του ρήματος περιβάλλω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το περιβάλλον
✦ το σύνολο των φυσικών και, ειδικότερα για τον άνθρωπο, πολιτιστικών συνθηκών στις οποίες ζει και αναπτύσσεται ένας οργανισμός
✦ οι φυσικές συνθήκες (έδαφος, αέρας, νερό κτλ.) που επικρατούν στο χώρο που ζει ένας οργανισμός: μόλυνση του περιβάλλοντος
✦ χώρος διαβίωσης
✦ στενό περιβάλλον, το σύνολο των οικείων προσώπων – γλωσσικό περιβάλλον, τα γλωσσικά στοιχεία που προηγούνται και έπονται ενός άλλου γλωσσικού στοιχείου (φωνήματος, μορφήματος, λέξεως κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–