περιαυτολογικός
Προφορά
Ετυμολογία
περιαυτολογικός μεταγενέστερη ελληνική περιαυτολογικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περιαυτολογικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία
Συνώνυμα
μεγάλαυχος, κομπαστικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
περιαυτολογικά (Κ περιαυτολογικώς)