περηφανεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
περηφανεύομαι μεταγενέστερη ελληνική ὑπερηφανεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περηφανεύομαι
✦ είμαι περήφανος, καυχιέμαι για κάτι: περηφανεύεται για τα παιδιά της
✦ δείχνω έπαρση, αλαζονεία
Συνώνυμα
σεμνύνομαι ,επαίρομαι, αλαζονεύομαι
Αντίθετα
αισχύνομαι, ντρέπομαι ,ταπεινοφρονώ
Επιρρήματα
–