περίχωρα


περίχωρα
Προφορά

Ετυμολογία
περίχωρα πληθ. └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. περίχωρος

Ερμηνεία
περίχωρα

✦ ουσ. η περιοχή γύρω από πόλη, ιδ. οι μικροί οικισμοί γύρω από πόλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.