περίκλειστος


περίκλειστος
Προφορά

Ετυμολογία
περίκλειστος μεταγενέστερη ελληνική περίκλειστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ περίκλειστος -η, -ο

✦ ο κλεισμένος από παντού: κλειστοί, περίκλειστοι, μακράν της θέας τ’ ουρανού (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.