περίβολος


περίβολος
Προφορά

Ετυμολογία
περίβολος αρχαία ελληνική περίβολος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο περίβολος

✦ φράγμα ή τοίχος που περικλείνει ένα χώρο
✦ ο περικλεισμένος χώρος
✦ (συνεκδ.) οχύρωμα γύρω από πόλη ή φρούριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.