περίβλεπτος


περίβλεπτος
Προφορά

Ετυμολογία
περίβλεπτος αρχαία ελληνική περίβλεπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ περίβλεπτος -η, -ο

✦ που βλέπεται από παντού
(μτφ. ) επιφανής: εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα
περίοπτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
περιβλέπτως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.