πενιχρός


πενιχρός
Προφορά

Ετυμολογία
πενιχρός αρχαία ελληνική πενιχρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πενιχρός -ή, -ό

✦ ευτελής, φτωχικός: έτσι ερέμβαζε στην πενιχρή του κατοικία (Κ. Καβάφης)
✦ λίγος, ανεπαρκής, ισχνός

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλούσιος
Επιρρήματα
πενιχρά (Κ πενιχρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.