πεμπτοφαλαγγίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
πεμπτοφαλαγγίτισσα πέμπτη φάλαγγα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πεμπτοφαλαγγίτισσα
✦ θηλ. πεμπτοφαλαγγίτισσα αυτός που ανήκει σε πέμπτη φάλαγγα (βλ. λ. πέμπτος), που δρα υπέρ του εχθρού
✦ που υπονομεύει αγώνα, κίνημα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–