πελαγώνω
Προφορά
Ετυμολογία
πελαγώνω πέλαγος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πελαγώνω
✦ πλέω, ξανοίγομαι στο πέλαγος
✦ μεταβάλλομαι σε πέλαγος
✦ (μτφ. ) βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση εξαιτίας άλυτων προβλημάτων, τα χάνω: του ήρθαν όλα μαζεμένα κι έχει πελαγώσει ο δυστυχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–