πελάζω
Προφορά
Ετυμολογία
πελάζω αρχαία ελληνική πελάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πελάζω
✦ πλησιάζω, συχνάζω· εύχρ. μόνο στην παροιμ. φρ. όμοιος ομοίω αεί πελάζει, ο άνθρωπος εκ φύσεως επιθυμεί να συναναστρέφεται τους ομοίους του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–