πελάγρα


πελάγρα
Προφορά

Ετυμολογία
πελάγρα └ιταλ┘pellagra

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πελάγρα

(ιατρ.) είδος δερματικής νόσου που συνοδεύεται από πεπτικά και νευρικά φαινόμενα, μορφή αβιταμίνωσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.